Skip to main content

Το τραπέζι της Κυριακής

Ίσως να φταίνε τα χρόνια που περνάνε σιγά σιγά και βλέπω γύρω μου πολλά πράγματα να αλλάζουν.

Ίσως επειδή αυτά που αλλάζουν, άλλα μου αρέσουν κι άλλα όχι. Ίσως επειδή αυτά που δε μου αρέσουν η καθημερινότητα, το 24ωρο που δε φτάνει για τίποτα, η μόδα, τα πρέπει, οι πολλές υποχρεώσεις, προσπαθούν να τα βαφτίσουν στα μάτια μου ως λογικά.

Δε ξέρω τι πραγματικά μού φταίει αλλά συνεχίζει να μη μου αρέσει που περιμένουμε όλη η οικογένεια μια ολόκληρη βδομάδα για να βρεθούμε, να μιλήσουμε, να φάμε, να γελάσουμε, να δούμε μαζί τηλεόραση, ακόμη και να θυμώσουμε (γιατί κι ο θυμός συναίσθημα είναι!).

Δεν μου αρέσει που δε μπορούμε να βρούμε λίγο οικογενειακό χρόνο. Μα ακόμη κι όταν είμαστε όλοι μαζί θα γίνει κάποιο επαγγελματικό τηλεφώνημα που δε μπορεί να αγνοηθεί. Θα κλειστεί κάποιο ραντεβού γιατί δε βολεύει κάποια άλλη μέρα και γενικότερα πάλι θα μείνει λειψό το κυριακάτικο τραπέζι.

Εγώ θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια ο μπαμπάς μου δούλευε σε δυο και τρεις δουλειές αλλά η Κυριακή ήταν πάντα για την οικογένεια. Δεν είναι ότι κάναμε κάτι το ιδιαίτερο (γιατί δεν υπήρχε κι η οικονομική δυνατότητα) απλά ήμασταν όλοι μαζί. Οι Κυριακές ήταν οι μέρες όπου θα ήταν στη διάθεσή μας να του πούμε τα παράπονά μας. Για εκείνο το κοριτσάκι που έχασε τη ξύστρα που του δανείσαμε. Για το λάστιχο στο ποδήλατο που ως δια μαγείας έσκασε και που ήταν ο μόνος (καθότι ήταν και πολύ δυνατός!) να το φτιάξει. Και φυσικά για τις αμέτρητες φορές που τσακωθήκαμε με την αδερφή μου και τη μαμά. Δεν ήταν ακαδημαϊκά αλλά ψυχικά μορφωμένος.

Η Κυριακή μας είχε στάνταρ καλό φαγητό. Ίσως χορτόπιτα ψημένη στο ξυλόφουρνο, ίσως κάποιο κρέας και φυσικά κάποιο γλυκό. Φτωχικό αλλά πάντα κάποιο γλυκό! Τώρα όμως που το σκέφτομαι ίσως να μου φαινόταν το φαγητό τόσο καλό γιατί το απολαμβάναμε όλοι μαζί. Καθόμασταν όλοι μαζί, κάναμε το σταυρό και μετά ξεκινούσαμε. Κατά τη διάρκεια μιλούσαμε ελάχιστα και φυσικά δε γελούσαμε για να μη μας κάτσει το φαγητό στο στομάχι, όπως έλεγε η μαμά μου. Όταν τελειώναμε ο μπαμπάς μου άναβε τσιγάρο. Κακιά συνήθεια την οποία ευτυχώς τώρα πια την έχει κόψει. Τότε όμως την είχαμε συνηθίσει. Καλή, κακή αυτή ήταν! Δεν υπήρχε κι άλλος χώρος φυσικά για να πάει να καπνίσει. Εκείνη τη στιγμή ήταν που αρχίζαμε και του μιλούσαμε χωρίς σταματημό. Πότε η μια και πότε η άλλη. Η μαμά σε όλο αυτό το σκηνικό γύριζε σα τη σβούρα να προλάβει τα πάντα για να απολαύσει κι αυτή την οικογενειακή μας Κυριακή. Ακόμη και τώρα όταν βρισκόμαστε όλοι μαζί είναι οι πιο όμορφες στιγμές μας.

Ίσως λοιπόν να είναι αυτό τελικά που με πειράζει. Που αυτές τις όμορφες στιγμές, δε μπορώ να κάνω κάτι να τις ζήσουν και τα παιδιά μου. Τα προγράμματα κι οι υποχρεώσεις μας, δυστυχώς μάς στερούν το κυριακάτικο τραπέζι με την έννοια την παλιά, την πιο ελληνική, την πιο ανθρώπινη, τη λιγότερο καταπιεστική, τη λιγότερο χρεωμένη, τη λιγότερο μοντέρνα.

Αυτά που θέλουν τα παιδιά μου να πουν στο μπαμπά τους, τις περισσότερες φορές θα τα πουν από το ψυχρό τηλέφωνο, κι αυτό αν προλάβουν μέχρι να χτυπήσει η άλλη γραμμή από μέσα και να το κλείσει. Είναι πολλές οι φορές που κανονίζουμε κάτι όλοι μαζί και πρέπει να το ακυρώσουμε επειδή κάτι άλλαξε στο πρόγραμμά μας.

Λυπάμαι κάθε φορά που τα βλέπω με πόση λαχτάρα και πόση νύστα τον περιμένουν το βράδυ για να του πουν έστω μια καληνύχτα.

Λυπάμαι που τα βλέπω να απογοητεύονται κάθε φορά που πρέπει εγώ να τα πάω στο σχολείο γιατί ο μπαμπάς έπρεπε να φύγει νωρίτερα για το γραφείο.

Ξέρω πως δε μπορώ να αλλάξω τίποτα. Ξέρω πως δε μπορεί κανείς μας να αλλάξει τίποτα πια. Απλά παίρνουμε αυτές τις μικρές στιγμές που μπορούμε να έχουμε και προσπαθούμε να τις κάνουμε όσο πιο μεγάλες γίνεται... γιατί έτσι πρέπει.