
Ο μπαμπάς μου έπαιρνε πάντα ύφος κατσούφικο όταν ακουμπούσε το κεφάλι του στο μαξιλάρι για να κοιμηθεί λιγάκι το μεσημέρι.
Παραπονιόταν ότι είναι σκληρό σαν πέτρα κι όλο υποσχόταν στον εαυτό του να αγοράσει ένα άλλο, πιο πουπουλένιο κι αφράτο. Τα δυνατά του ταλαιπωρημένα από τις πολλές ώρες δουλειάς χέρια τυλίγονταν γύρω από το σκληρό μαξιλάρι για να βολευτεί καλύτερα.
Εγώ τον άφηνα να κοιμηθεί με τις ώρες, κλείνοντας την πρόσφατα αγορασμένη παιχνιδομηχανή που με είχε τόσο ενθουσιάσει! Κι όταν ξυπνούσε και με ρωτούσε γιατί δεν συνέχισα το παιχνίδι μου, του έλεγα ψέματα, πως τάχα προτιμούσα την ανάγνωση του βιβλίου που μου είχε αγοράσει, αφού γνώριζα πως αυτό θα του έδινε χαρά.
Ο μπαμπάς μου πάντα ερχόταν να με δει στις πρόβες που κάναμε στο σχολείο, όσο κουρασμένος κι αν ήταν. Ακόμη κι όταν τα χέρια του πάγωναν ξαφνικά ενώ ήταν καλοκαίρι, εκείνος καθόταν στο κέντρο περίπου της αίθουσας και μου χαμογελούσε ενθαρρυντικά. Ήξερε πολύ καλά πως η ατολμία μου έδινε διαρκώς μάχη με το θάρρος και προσπαθούσε με τον τρόπο του να με βοηθήσει. «Μεγάλο ηθοποιό» με αποκαλούσε κάθε φορά που επαναλάμβανα μια τρίλεπτη περίπου ατάκα του θεατρικού. Κι εγώ του χαμογελούσα όλο καμάρι, κι ας ήξερα πως ήταν κομματάκι υπερβολικός.
Ο μπαμπάς μου άρχισε κάποια στιγμή να κρύβει πράγματα από μένα και τη μητέρα μου. Εγώ, αν και μικρός, μπορούσα να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάθε φορά που τον ρωτούσα κάτι σχετικά μ’ αυτό, άλλαζε επίτηδες κουβέντα.
Ένα πρωινό βρήκα κάτι φάρμακα στη φόρμα εργασίας του, δεν έμοιαζαν με τα απλά παυσίπονα που τα γνώριζα με το όνομά τους. Ο μπαμπάς είπε πως τάχα δεν ήταν δικά του και πως ανήκαν σε συνάδελφό του. Ήθελα τόσο πολύ να τον πιστέψω μα δεν μπορούσα, το βλέμμα του πρόδιδε τα πάντα.
Άρχισα να τον φροντίζω πιο πολύ, σαν να διαισθανόμουν πως θα αρρώσταινε βαριά. Του έφερνα τις παντόφλες δίχως να μου το ζητήσει πρώτος, ζέσταινα τον καφέ του όταν αργούσε να βγει από το μπάνιο, αγόραζα την κυριακάτικη εφημερίδα του δίχως τις γνωστές μου γκρίνιες.
Κι εκείνος ακουμπούσε τη μύτη του πάνω στη δική μου κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα - ήταν ο δικός του ιδιαίτερος τρόπος για να δείξει την ευγνωμοσύνη του.
Όταν κάποια στιγμή του πρότεινα να αγοράσουμε ένα άλλο μαξιλάρι που δεν θα είναι τόσο σκληρό, μου απάντησε γελώντας πικρά: «Μπα, άσκοπη σπατάλη, σύντομα θα έχω το πιο μαλακό κι αφράτο μαξιλάρι του κόσμου!». Σκεπτόμουν επί μέρες τι μπορεί να εννοούσε μα άκρη δεν έβγαζα ο καημένος!
Πέντε μήνες μετά...
Ακόμη νιώθω ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο, όσο κι αν οι συμμαθητές μου προσπαθούν να με παρηγορήσουν. Ο μπαμπάς μου έχασε την τελευταία, κρίσιμη μάχη με τον καρκίνο.
Οι μεγάλοι συνηθίζουν να λένε πως η ζωή συνεχίζεται, δεν ξέρω αν το εννοούν ή αν προσπαθούν κατ’ αυτό τον τρόπο να δώσουν απλά λίγο κουράγιο στον εαυτό τους.
Πιθανότατα ο μπαμπάς να με προσέχει πλέον από εκεί ψηλά που βρίσκεται. Θα με παρηγορούσε λίγο αν ήξερα πως επιτέλους βρήκε το μαξιλάρι που του ταιριάζει, μαλακό κι αφράτο. Μαλακά και αφράτα δεν είναι τα σύννεφα;