
Πριν από δύο χρόνια, αρχές καλοκαιριού, μόλις είχα μπει στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης μου. Ήμουν χαρούμενη γιατί είχαμε πιάσει έναν σημαντικό στόχο: τις 32 βδομάδες κύησης.
Στη δίδυμη κύηση, η προωρότητα είναι μια απειλή που πλανάται συνεχώς πάνω από το κεφάλι σου. Ήταν ένας από τους πολλούς λόγους που δε χάρηκα την εγκυμοσύνη μου όσο θα ήθελα. Είχα άγχος… Ένα σφίξιμο στο στομάχι μη συμβεί κάτι κι ο τοκετός δεν πάει καλά.
Το πρόγραμμα ήταν να πάω από την Κέρκυρα όπου μένουμε, στα Γιάννενα γύρω στις 34 βδομάδες κύησης και να γεννήσω, ιδανικά, στις 36-37 βδομάδες, με τον καθηγητή που με παρακολουθούσε εκεί. Ο Κωνσταντίνος, ο γυναικολόγος μου στην Κέρκυρα, ένας άνθρωπος στον οποίο χρωστάω πολλά, επέμενε να πάω νωρίτερα. Επέλεξα τη μέση λύση. Θα πήγαινα στις 10 Ιούνη.
Παρασκευή, 2 Ιουνίου, είμαστε με τον Γιάννη, τον άντρα μου, και φίλους στο Μικρό Καφέ. Η κοιλιά μου ήταν τεράστια. Στην κυριολεξία, πρώτα έστριβε αυτή και μετά εγώ. Οι φίλοι με πείραζαν, με χαϊδολογούσαν, μου έφτιαχναν μη αλκοολούχα κοκτέιλ για να πίνω, εγώ χαμογελούσα… Αν εξαιρέσεις το βάρος, αισθανόμουν καλά.
-Γιάννη μου, θέλω δύο μπέργκερ για βραδινό!
-Ό,τι θες, αγάπη μου.
Nothing good happens after 2:00 a.m.
Αχάραγα, γύρω στις 4, ξυπνάω πλημμυρισμένη στο αίμα. Η πρώτη σκέψη μέσα στον πανικό μου είναι ότι έπαθα αποκόλληση πλακούντα. Τρέχω στο μπάνιο και συνεχίζω να στάζω σ’ όλον το διάδρομο. Αρχίζω να φωνάζω στο Γιάννη να ξυπνήσει. Έρχεται τρέχοντας μ’ ένα βλέμμα τρόμου που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στα μάτια του. Φύγαμε πατητοί. Εγώ είχα βάλει μια πετσέτα ανάμεσα στα πόδια μου για να κρατάει τα υγρά που ακόμα έτρεχαν. Στα επείγοντα με το που με βλέπει μια νοσοκόμα, ξεκίνησε να φωνάζει «Χριστέ μου, η κοπέλα, ελάτε γρήγορα». Με έβαλαν σε ένα καροτσάκι κι ο τραυματιοφορέας ξεκίνησε να τρέχει. Όσο προσπαθούσα να ελέγξω την ανάσα μου, άκουσα τη φωνή του ξέπνοη και αγχωμένη «μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά».
Στο γυναικολογικό, δύο μαίες, στην ηλικία μου, με έβαλαν στον καρδιοτοκογράφο. «Έχω δίδυμα» τους λέω την ώρα που μου έβαζαν τα καλώδια στην κοιλιά μου. «Με το καλό… Έλα να τα ακούσουμε». Ο Γιάννης δίπλα μου, παγωμένος. Στη νυχτερινή σιγή του νοσοκομείου, με τις ανάσες μας κρατημένες, δύο χτύποι καρδιάς που ήχησαν, μας έδωσαν ζωή.
«Κυρία Βλάχου, πάτε Γιάννενα». Ο γυναικολόγος της βάρδιας, μόλις είχε έρθει. «Να πεταχτώ να φέρω τη βαλίτσα με τα πράγματα από το σπίτι» είπε ο άντρας μου. «Δεν προλαβαίνετε, κύριέ μου. Φεύγετε τώρα, όπως είστε. Έχω ειδοποιήσει για τη διακομιδή το Λιμενικό».
Με πήρανε με το ασθενοφόρο μέχρι τα Γουβιά που μας περίμενε το σκάφος. Κρατούσα ακόμα σφιχτά στα πόδια μου την πετσέτα που ‘χε κοκαλώσει από το αίμα. Με έβαλαν να ξαπλώσω σε μία κουκέτα. Παρατήρησα ότι όσο έμενα ξαπλωμένη, η διαρροή ήταν μικρότερη. «Προσπάθησε να κλείσεις λίγο τα μάτια σου» μου ψιθύρισε ο Γιάννης μου. «Είμαι καλά» έλεγα, μπας και το πιστέψω. Οι λιμενικοί ερχόντουσαν συνέχεια να δουν πώς είμαι. Μου έλεγαν ιστορίες για τις γεννήσεις των δικών τους παιδιών για να ξεχαστώ. Κάτι κατάφεραν…
Στην Ηγουμενίτσα μας περίμενε το ΕΚΑΒ. Πήρα τηλέφωνο τον καθηγητή που με παρακολουθούσε να έρθει στο Πανεπιστημιακό να με δει. Ήταν τριήμερο του Αγίου Πνεύματος κι έλειπε.
Τη διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο δεν την πολυθυμάμαι. Θυμάμαι μόνο να βάζω τα χέρια μου στην κοιλιά για να νιώθω τα μωρά να κινούνται. Στα Γιάννενα μάς είπαν για πρώτη φορά τι συνέβη. Είχαν σπάσει τα νερά από τον ένα σάκο και υπήρχε πιθανή αποκόλληση πλακούντα. «Θα προσπαθήσουμε να πάρετε όσες μέρες μπορείτε. Όσο δε ζορίζονται τα μωρά, θα βαστάμε». Η μαμά μου κι ο πατριός μου έφτασαν γεμάτοι αγωνία. Επιτέλους, σχεδόν 10 ώρες μετά, έβγαλα τα κοκαλωμένα ρούχα που φορούσα κι έριξα λίγο νερό πάνω μου. Τη νύχτα, ξεκίνησα να κάνω συσπάσεις.
Γέννησα ξημερώματα 4ης Ιουνίου. Με καισαρική τομή και ολική αναισθησία. Δεν κατάλαβα τίποτα. Κοιμήθηκα με κοιλιά και ξύπνησα χωρίς κοιλιά. Ο λαιμός μου ήταν ξερός και ίσα που ακούστηκε η φωνή μου στο ψυχρό δωμάτιο ανάνηψης…
-Τα μωρά μου… Είναι καλά;
-Είναι καλά. Τα πήγαν στη μονάδα. Είχαν καλό βάρος.
Ανάσανα.
Μ.Ε.Ν.Ν. Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών. Μια πόρτα που αν τη διαβείς σ’ ακολουθεί για πάντα. Τα μωρά μου τα είδα δύο μέρες αφού γέννησα, γιατί έπρεπε πρώτα να βγάλω τον ορό από το χέρι μου. Τα κοιτούσα παραξενεμένη πίσω από το τζάμι της θερμοκοιτίδας. Δεν ένιωθα στενοχώρια για να κλάψω. Ήμουν ανέκφραστη και προσπαθούσα να καταλάβω αν αυτά ήταν τα πλάσματα που με είχαν ταράξει στις κλωτσιές τόσους μήνες. «Μαμά Μεταλληνού» ακούω μια φωνή πίσω μου. «Εμένα λέτε; Βλάχου με λένε» απάντησα. «Εδώ είστε η μαμά Μεταλληνού» μου λέει μια μαία χαμογελώντας.
Υπήρχε μια γωνιά στη μονάδα με εικονίσματα. Ο Γιάννης είχε φέρει δυο φυλαχτά από τον Άγιο Σπυρίδωνα και τα στριμώξαμε ανάμεσα στα πρόσωπα των Αγίων. Κάθε φορά σταματούσα κι έκανα το σταυρό μου. «Άγιε μου Σπυρίδωνα, προστάτευε όλα τα παιδιά του κόσμου». Αυτή ήταν η προσευχή μου και τη ψιθυρίζω ακόμα, κάθε φορά που περνάω από το καντούνι του.
Είκοσι έξι μέρες έμειναν τα μωρά μας στην Εντατική. Τρεις φορές τη μέρα έκανα τη διαδρομή από τον ξενώνα ως το νοσοκομείο για το επισκεπτήριο. Αντλούσα το γάλα μου ευλαβικά, κάθε τρεις ώρες και τους το πήγαινα με το ισοθερμικό.
Τις μαμάδες που είχαν τα παιδιά τους στη μονάδα δε θα τις ξεχάσω ποτέ. Η καθεμία κουβαλούσε τον σταυρό της. Ήμασταν όλες στοιχειωμένες από τη μυρωδιά του betadine, απ’ το βουητό των μηχανημάτων, απ’ τα καλώδια που μας χώριζαν απ’ τα μωρά μας και από μία προσμονή εξόδου που δεν έλεγε να έρθει. Είκοσι έξι μέρες κύλησαν μ’ εμένα ήρεμη, χαμογελαστή και αισιόδοξη.
Την ημέρα εξόδου από τη μονάδα γονάτισα. Βγαίνοντας απ’ τον θάλαμο ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν και τα μάτια μου να θολώνουν. Ακούμπησα σε έναν τοίχο και είδα την ψηλή σιλουέτα του άντρα μου να περπατάει αποφασιστικά προς την έξοδο, κρατώντας στα χέρια του τα δυο καθίσματα με τα μωρά μας. «Γιάννη μου, στάσου» φώναξα με λυγμούς, «δεν είμαι καλά». «Ναταλί μου, προχώρα σε παρακαλώ και θα κλάψουμε μαζί στο αμάξι. Θα μου αρρωστήσουν τα παιδιά μες το νοσοκομείο». Ανασκουμπώθηκα κι άρχισα να τρέχω προς το μέρος τους. Είχαμε γίνει γονείς.
ΝΑΤΑΛΙΑ ΒΛΑΧΟΥ
Υ.Σ. Το κείμενο αυτό το έγραψα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι προφανής: Κάθαρσις. Ο δεύτερος είναι διότι θεωρώ τεράστια την ανάγκη να δημιουργηθεί μια Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών στην Κέρκυρα. Το διάστημα που μείναμε Γιάννενα γνωρίσαμε πολλές οικογένειες από το νησί μας που περνούσαν το κατώφλι της μονάδας εκεί, για τα παιδιά τους. Πιθανολογώ δε, ότι τα έξοδα διακομιδής που βαραίνουν την κρατική μηχανή κάθε χρόνο, ίσως φτάνουν και περισσεύουν για την κάλυψη των αναγκών μιας μονάδας εδώ. Εξαιρώντας το οικονομικό και ψυχολογικό κόστος των γονιών, οι μέρες αναμονής σ’ ένα ψυχρό δωμάτιο ξενώνα ξενοδοχείου ή ξένου σπιτιού, όσο το παιδί σου παλεύει σε μια θερμοκοιτίδα, είναι ρημάδες.
(Πηγή: 31ebdomades.gr)