
Είμαι στο τρένο και ταξιδεύω από το χωριό μου για το Λιανοκλάδι. Σε όλο το ταξίδι ακούω έναν μικρό νεαρό να ρωτάει διάφορα τη γιαγιά του. Μιας κι ήμουν μόνη, άκουσα σχεδόν όλη τη συζήτηση που είχαν μεταξύ τους.
Όλη την ώρα της έκανε χιλιάδες ερωτήσεις για τα πάντα. Ακόμη και για τον τρόπο που ανοίγει το τραπεζάκι που είχε μπροστά του. Είχε πολλή πλάκα, και στο μυαλό μου ήρθε εκείνη η ηλικία των ατελείωτων παιδικών «γιατί» και των χιλιάδων ενήλικων «διότι».
Κάποια στιγμή, καθώς περνούσαμε πάνω από τη μαγική γέφυρα του Γοργοπόταμου, η γιαγιά άρχισε να του εξηγεί την ιστορία της, όσο πιο απλά κι όμορφα μπορούσε. Μόλις τελείωσε με τις πληροφορίες που άλλες τις είχε ζήσει η ίδια κι άλλες τις είχαν ζήσει δικοί της άνθρωποι, ο μικρός τη σταμάτησε και τη ρώτησε ποιο ήταν το βουνό που έβλεπε κάπου στο βάθος.
Η γιαγιά δεν γνώριζε. Έχοντας μια κρυφή ελπίδα στη φωνή του, τη ρώτησε μήπως είναι το Έβερεστ. Απογοητεύτηκε με την απάντηση.
- Κρίμα! Αν ήταν το Έβερεστ, θα μπορούσαμε να το ανέβουμε κάποια μέρα τώρα που θα είμαστε στο χωριό!
- Το Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι εύκολο να το ανέβουμε εμείς. Εκεί πηγαίνουν μόνο έμπειροι ορειβάτες, με επαγγελματικό εξοπλισμό και χρειάζονται αρκετές μέρες για να ανέβουν μέχρι την κορυφή του. Είναι πολύ επικίνδυνο.
- Δεν είναι έτσι όπως τα λες. Η μαμά μου μια μέρα μου είπε πως όλοι μπορούμε να φτάσουμε στο ψηλότερο βουνό αρκεί να το θέλουμε και να προσπαθήσουμε πολύ. Εγώ, γιαγιά, το θέλω και θα προσπαθήσω να φτάσω. Μου είπε ακόμα πως κάθε άνθρωπος έχει το δικό του Έβερεστ που μπορεί να ανέβει. Άρα για μένα ίσως να είναι κι αυτό που βλέπω απέναντι!
Δυστυχώς όμως φτάσαμε στο Λιανοκλάδι κι έπρεπε να σηκωθώ για να κατέβω. Έριξα διακριτικά μια ματιά στον μικρό ο οποίος συνέχιζε να κοιτά έξω από το παράθυρο. Μάλλον μετρούσε την απόσταση, τα βήματα ή τον κόπο που έπρεπε να καταβάλλει. Με μεγάλη μου χαρά είδα πως θα κατέβαιναν κι αυτοί στον ίδιο σταθμό. Άρα θα μπορούσα να του πιάσω κουβέντα για αυτά τα λίγα λεπτά.
- Πώς σε λένε;
- Χάρη! Εσάς;
- Δήμητρα. Άκουσα τη κουβέντα που είχες με τη γιαγιά σου για το Έβερεστ. Γιατί θέλεις τόσο πολύ να ανέβεις στο ψηλότερο βουνό; Τι νομίζεις πως θα δεις από εκεί πάνω;
-Θέλω να πιάσω τα σύννεφα, να δω τον κόσμο που θα είναι σαν μικρά μυρμηγκάκια. Θέλω να βλέπω τα αεροπλάνα που θα πετάνε τόσο κοντά μου. Μα πιο πολύ, θέλω να δω τι κάνει ο φίλος μου ο Άχμετ που έφυγε για τη πατρίδα του, το Πακιστάν, και η μαμά μου λέει πως εκεί είναι πολύ επικίνδυνα. Εγώ του είχα πει να μη φύγει. Να έμενε στο σπίτι μας αλλά μου είπε πως έπρεπε!
Συγκινήθηκα! Δε περίμενα αυτή την απάντηση. Είχα κάτι πιο παιδικό στο μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο εισπράκτορας: «Η αμαξοστοιχία σε δύο λεπτά φτάνει στο σταθμό Λιανοκλαδίου».
- Χάρη, εδώ κατεβαίνουμε. Θα ήθελα να σου πω πως χάρηκα πολύ που σε γνώρισα και να είσαι σίγουρος πως και ο φίλος σου σε σκέφτεται εκεί που είναι. Ίσως να βλέπει κι αυτός το Έβερεστ και να λογαριάζει να το ανεβείτε μαζί κάποτε.
- Αλήθεια, κυρία Δήμητρα; Μακάρι! Είδες, γιαγιά; Εγώ θα ανέβω στο Έβερεστ κι εσένα να ξέρεις δε θα σε πάρω μαζί μου, για να μάθεις!
Αχ, βρε Χάρη μου! Δεν περίμενα πως η συζήτησή μας θα κατέληγε με τόση συγκίνηση... Και χαίρομαι που μέσα στα δύσκολα της καθημερινότητάς του ο φίλος σου ο Άχμετ έχει εσένα να τον αγαπάς και να τον σκέφτεσαι τόσο!