Skip to main content

Αλληλεπίδραση στην τάξη: Το μυστικό για αληθινή γνώση

Οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας βασίζονται κυρίως στις διαλέξεις (προφορικές μεταδόσεις από τους δασκάλους), απομνημόνευση και γραπτές εξετάσεις.

Ωστόσο, βάσει ερευνών αποδεικνύεται ότι οι μαθητές αποδίδουν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά στις διαδικασίες μάθησης όταν αλληλεπιδρούν με τον δάσκαλο, τους υπόλοιπους μαθητές αλλά και με το ίδιο το διδακτικό αντικείμενο.

Σύμφωνα με έρευνα του MIT ( Massachusetts Institute of Technology), η εγκεφαλική δραστηριότητα φοιτητών κατά τη διάρκεια του μαθήματος ήταν η ίδια, όπως όταν παρακολουθούν τηλεόραση, δηλαδή, μηδενική. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν είναι ότι το παιδαγωγικό μοντέλο που εφάρμοζαν, επέτρεπε τους φοιτητές να λειτουργούν ως παθητικοί αποδέκτες και να μην αλληλεπιδρούν με το διδακτικό ερέθισμα.

Σε μια προσπάθεια εφαρμογής της νευροψυχολογίας στην εκπαίδευση, οι ειδικοί μελετώντας την εγκεφαλική δραστηριότητα, αναζητούν το κατάλληλο παιδαγωγικό μοντέλο προκειμένου οι μαθητές να αποδίδουν όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Σύμφωνα με τον José Ramón Gamo, νευροψυχολόγο του Πανεπιστημίου Rey Juan Carlos της Μαδρίτης «ο εγκέφαλος χρειάζεται συναισθήματα για να μάθει».

Επιπλέον, εντόπισε ότι τα προβλήματα που συναντούν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δεν είχαν σχέση με τα σύνδρομα αλλά με τη μεθοδολογία του σχολείου.

Διαπιστώθηκε ότι στην Ισπανία το 50% του χρόνου του μαθήματος στο δημοτικό καλύπτεται από την προφορική μετάδοση πληροφοριών από τους δασκάλους, στο γυμνάσιο το 60% και στο λύκειο το 80%! Τα ποσοστά αυτά συνάδουν με την παραπάνω έρευνα και δικαιολογούν το γιατί οι μαθητές λειτουργούν ως παθητικοί αποδέκτες μέσα στην τάξη, χωρίς ουσιαστική εγκεφαλική δραστηριότητα.

Της Δέσποινας Χατζηγρηγοριάδου, Ψυχολόγου Α.Π.Θ, ειδίκευση στη Σχολική Ψυχολογία