Skip to main content

Αχ, τα καλοκαίρια εκείνο τον καιρό!

Το μπάνιο στη θάλασσα θέλει μαγιό, καπέλο, νεροπίστολα, μάσκες, καλή παρέα και αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας! Θέλει μπρατσάκια, βουτιές, βατραχοπέδιλα και πολλές τρέλες για να τις θυμάσαι αργότερα κι απ’ τη μία να λες «το έκανα κι αυτό» κι απ’ τη άλλη να παραδέχεσαι «άγιο είχα και δεν έπαθα τίποτα».

Εγώ όμως θυμάμαι τα δικά μας καλοκαίρια, σε μια υπέροχη παραλία στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Εκείνη την εποχή όλες οι παραλίες ήταν καθαρές κι όμορφες. Πηγαίναμε για πολλά χρόνια. Δούλευε ο θείος μου (αδερφός της μαμάς μου) σε ένα μεγάλο εργοστάσιο εκεί. Κάθε χρόνο, λοιπόν, ήταν ο σίγουρος θαλασσινός προορισμός μας.

Μεγάλος ενθουσιασμός στον δρόμο κι ατέλειωτες στροφές. Τις μετρούσαμε μία μία από το Δίστομο μέχρι την Αντίκυρα, μόνο και μόνο για να μη ζαλιστούμε πάρα πολύ. Φτάναμε με χαρά, ταλαιπωρημένοι κι εγώ φυσικά απίστευτα ζαλισμένη. Η θεία μάς είχε ήδη ετοιμάσει τα κρεβάτια μας.

Την επόμενη μέρα ξεκινούσαμε για το πρώτο μας μπάνιο με προειδοποίηση πως δε πρέπει να μείνουμε πολλή ώρα μέσα στη θάλασσα ακριβώς επειδή ήταν το πρώτο. Πριν φύγουμε η γνωστή διαδικασία να φουσκώσουμε τόσα μπρατσάκια με τη τρόμπα που δούλευε με το πόδι. «Φοβερό εργαλείο» για τα δικά μου μάτια, γιατί εγώ ήξερα μόνο τη μεγάλη τρόμπα που φούσκωνα τα λάστιχα από το ποδήλατό μου. Δυστυχώς-ευτυχώς δεν είχαμε τη τύχη να έχουμε νεροπίστολα, μάσκες κι όλα αυτά που κουβαλάω εγώ τώρα κάθε φορά που πάμε στη θάλασσα. Τα απαραίτητα ήταν οι ψάθες, το αντηλιακό λάδι και φυσικά το κολατσιό.

Αχ, αυτό το κολατσιό. Ακόμη και τώρα όταν βρισκόμαστε με τις ξαδέρφες μου (τις κόρες του θείου που μας φιλοξενούσε) το αναφέρουμε. Ήταν το πιο αγαπημένο κομμάτι του μπάνιου μας, ειδικά για μένα που ήμουν (κι είμαι!) πολύ γλυκατζού. Είχαμε λοιπόν πάντα μια φρατζόλα ψωμί και ένα μεγάλο βάζο με μερέντα. Έχω την αίσθηση πως εκεί στην Αντίκυρα δοκίμασα για πρώτη φορά στη ζωή μου τη θεϊκή μερέντα κι ήταν έρωτας με την πρώτη μπουκιά. Όση ώρα κολυμπούσαμε η μαμά κι η θεία μάς ετοίμαζαν τις αμαρτωλές φέτες.

Μετά το τέλος του μπάνιου, της μερέντας και του παιχνιδιού, φορτωνόμασταν πάλι τα πράγματα και επιστροφή στο σπίτι. Εκεί ξεπλενόμασταν από το νερό της θάλασσας, τρώγαμε (πάλι!) και υποχρεωτικά έπρεπε να κοιμηθούμε. Η αλήθεια είναι ότι σπάνια κοιμόμασταν το μεσημέρι αλλά τουλάχιστον καθόμασταν φρόνιμες για να μη μας καταλάβουν οι μεγάλοι!

Το απόγευμα πάλι τα ίδια όπως το πρωί. Μαγιό, θάλασσα, φαγητό στη παραλία κι αφού έπεφτε ο ήλιος επιστροφή στο σπίτι. Να πλυθούμε, να πλύνουμε τα μαγιό για την επόμενη μέρα και στη συνέχεια είχαμε Antikira by night!

Όλοι οι εργαζόμενοι του εργοστασίου που δούλευε ο θείος μου έβγαιναν το βράδυ βόλτα στη παραλία. Εννοείται πως δεν είχαμε την πολυτέλεια να αγοράζουμε κάθε μέρα παγωτό ή πορτοκαλάδα, αλλά ακόμη κι αυτή η βόλτα ήταν υπέροχη. Γνωρίζαμε έτσι κι άλλα παιδιά όπου μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές μας είχαν γίνει φίλοι μας.

Αυτές οι διακοπές ήταν ακριβώς οι ίδιες για πολλά χρόνια. Ποτέ δε βαρεθήκαμε. Δεν κουραστήκαμε. Δεν ζητήσαμε κάτι άλλο. Το αντίθετο μάλιστα. Κάθε χρόνο τις περιμέναμε με αγωνία.

Τελικά όλα τα παιδιά, όλων των εποχών κι όλων των οικονομικών καταστάσεων, είναι πραγματικά ευχαριστημένα με λίγα απλά αλλά ουσιαστικά πράγματα και νιώθω πολλή τυχερή που έζησα με αυτά τα λίγα!